ἱεροσκόποι

ἱεροσκόποι
ἱεροσκόπος
inspecting victims
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ДИВИНАЦИЯ —    • Divinatio,        1. искусство и дар гадания, μαντική, т. е. τέχνη. Вера в способность людей предсказывать будущее посредством возбужденной божественной силы и узнавать волю богов, не пользуясь обыкновенными средствами ума, встречается во… …   Реальный словарь классических древностей

  • θυοσκόος — θυοσκόος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυοσκόος α) ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης β) στον πληθ. οἱ θυοσκόοι οι ιεροσκόποι, οι θυοσκόποι 2. φρ. α) «Μαινάδες θυοσκόοι» οι θεόπνευστες Μαινάδες β) «θυοσκόα ἱρά» θυτικά εργαλεία, σκεύη θυσίας.… …   Dictionary of Greek

  • ιεροσκοπία — Κλάδος της ιερομαντείας που απέβλεπε στην εξέταση των ιερών, δηλαδή των σφαγίων που προσφέρονταν στον θεό. Ο τρόπος που βάδιζε το θύμα προς τον βωμό, οι κραυγές του ή η αφωνία του τη στιγμή της σφαγής αποτελούσαν ενδείξεις στις οποίες βασίζονταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”